- ρυπαντής
- ο1. ο δείκτης ρύπανσης σε έναν χώρο.2. αυτός που ρυπαίνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρυπαντής — ο, Ν [ρυπαίνω] πηγή ρύπανσης που εκλύει ρύπους, όπως είναι λ.χ. τα εργοστάσια και οι υπόνομοι … Dictionary of Greek
ρυπαντικός — ή, ό, Ν [ρυπαντής] αυτός που συντελεί στη ρύπανση, αυτός που προκαλεί ρύπανση, μολυσματικός. Επιρρ. ρυπαντικώς και ρυπαντικά Ν με ρυπαντικό τρόπο … Dictionary of Greek